τέραμνος

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

German (Pape)

[Seite 1092] = τέρεμνος.

Greek (Liddell-Scott)

τέραμνος: -ον, = τεράμων, Σουΐδ.