τακούνι

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

και ντακούνι, το, Ν
το ψηλότερο και πίσω μέρος της σόλας τών παπουτσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. taccone].