ταλκικός
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν τάλκης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τάλκη ή αποτελείται από τάλκη
2. φρ. «ταλκικός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) μεταμορφωμένο πέτρωμα, πλούσιο σε τάλκη, το οποίο έχει ανοιχτοπράσινο ή τεφρόλευκο χρώμα και μεταξώδη ώς λιπαρή υφή.