ταμικός

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμικός Medium diacritics: ταμικός Low diacritics: ταμικός Capitals: ΤΑΜΙΚΟΣ
Transliteration A: tamikós Transliteration B: tamikos Transliteration C: tamikos Beta Code: tamiko/s

English (LSJ)

ταμική, ταμικόν,
A belonging to a treasurer, ὁ πόρος ὁ τ. treasurer's funds, BCH53.340 (Thasos, i B.C.).
2 ταμικόν, τό, the office of the fiscus, ἐτέθη ἐν τῷ τ. PFlor.382.94 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ταμίας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμικόν
το γραφείο του ταμία
3. φρ. «ὁ πόροςταμικός» — το χρηματικό κεφάλαιο του ταμία.