ταμπέλα

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. πινακίδα
2. φρ. «του κόλλησαν την ταμπέλα» — τον χαρακτήρισαν και, μάλιστα, αρνητικά, του κόλλησαν τη ρετσινιά, τον συκοφάντησαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabella].