ταμπέλα

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. πινακίδα
2. φρ. «του κόλλησαν την ταμπέλα» — τον χαρακτήρισαν και, μάλιστα, αρνητικά, του κόλλησαν τη ρετσινιά, τον συκοφάντησαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabella].