ταντανίζω

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

και νταρντανίζω Ν
κινώ, σείω κάτι δυνατά, τραντάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχομιμητική λέξη].