τραντάζω
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
Greek Monolingual
Ν
1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ' όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση»)
2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν»)
3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω («τον τράνταξε η είδηση για την πτώση της κυβέρνησης»)
β) χτυπώ, δυνατά («του τράνταξε μία και του έσπασε τα μούτρα»)
4. (αμτβ.) δονούμαι («τραντάζει το λεωφορείο στις λακκούβες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το αρχ. τανταλίζω «σείω, κουνώ», μέσω του τ. ταντανίζω, το οποίο έδωσε τ. τραντανίζω με ανάπτυξη -ρ- και στη συνέχεια τραντάζω, αναλογικά προς άλλα ρ. σε -άζω. Κατ' άλλη άποψη, από το σλαβ. trontja].