Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τανυσίσκοπος

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνῠσίσκοπος Medium diacritics: τανυσίσκοπος Low diacritics: τανυσίσκοπος Capitals: ΤΑΝΥΣΙΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: tanysískopos Transliteration B: tanysiskopos Transliteration C: tanysiskopos Beta Code: tanusi/skopos

English (LSJ)

τανυσίσκοπον, far-seeing, Φοιβείη ἀκτίς Poet. ap. Jul.Ep.89.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠσίσκοπος: -ον, ὁ βλέπων μακράν, Ποιητὴς παρ’ Ἰουλιαν. 299C.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι», σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. φιλόσκοπος.