ταξίδες
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
οι, Ν
βοτ. οικογένεια γυμνόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης ταξώδη με τυπικό γένος τον τάξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taxaceae < λατ. taxus «ήμερο έλατο» (βλ. και λ. τάξος)].