ταξιδευτής

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

ο, θηλ. ταξιδεύτρ(ι)α, Ν ταξιδεύω
1. αυτός που ταξιδεύει συχνά, ταξιδιάρης
2. ταξιδιώτης.