ταυτόφωνος

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

-η, -ο / ταὐτόφωνος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει ή που αποδίδει την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομόφωνος].