ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
τειχομαχῶ, -έω, ΝΜΑ
μάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχη
αρχ.
πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυμαχώ).