τειχοποιία
From LSJ
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
ἡ, building of walls or forts, Aen.Tact.8.3, Ph.Bel.86.3 (pl.), al., D.S.13.35, J.BJ5.2.5, Plu. 2.851a.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τειχοποιός
οικοδόμηση τειχών ή οχυρωμάτων.