τελωνοφύλακας

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ο, Ν
υπάλληλος της τελωνοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης /τελωνείο + φύλαξ, -ακος. Η λ., στον λόγιο τ. τελωνοφύλαξ, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].