τελωνοφύλακας

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
υπάλληλος της τελωνοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης /τελωνείο + φύλαξ, -ακος. Η λ., στον λόγιο τ. τελωνοφύλαξ, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].