τερατικός

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

German (Pape)

[Seite 1092] = τεράστιος, Plut. adv. Colot. 29 im adv.

Greek (Liddell-Scott)

τερατικός: -ή, -όν, = τεράστιος, Βασίλ. 1, 589D. Ἐπίρρ. -κῶς, Νικ. Εὐγ. 8, 259.