τεράστιος
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
English (LSJ)
τεράστιον, monstrous, prodigious, ὡς τ. τι πεποιηκώς (Bernard. rightly ὥσπερ ἀστεῖόν τι) Thphr. Char.19.9; τ. τι πάσχεις Luc. DMort.17.1; τ. τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο Id.Alex.16; τ. σημεῖον Ezek. Exag.91, cf. Sm.Nu.13.34(33), al.; τ. ἔργον Ph.1.544; τεράστιοι perhaps = τερατουργοί in Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).148: Ζεὺς τ. the god of portents, Luc.Tim.41, Aristid.2.65 J., IG5(1).1154 (Gythium); δαίμονες τ. Hld.2.5: τὸ τ., = τέρας, J.AJ10.2.1; a monstrous birth, Paul.Aeg.3.76 (pl.). Adv. τεραστίως Eust.ad D.P.Proll.p.79 B.
German (Pape)
[Seite 1092] wunderbar; τερ. τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο, Luc. Alex. 16; Zeux. 12 u. oft; auch Zeus, D. D. 20, 11 Tim. 41; φύσις τεράστιος, S. Emp. adv. log. 2, 104, widernatürlich, von böser Vorbedeutung.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. prodigieux, particul. en mauv. part :
1 étrange;
2 de mauvais augure;
II. qui envoie les présages (Zeus).
Étymologie: τέρας.
Russian (Dvoretsky)
τεράστιος:
1 диковинный, странный: τεράστιόν τι πάσχεις Luc. с тобой происходит что-то странное;
2 чудовищный: τεράστια τῶν ζῴων Plut. чудовища;
3 (зло)вещий (φοβερὸν πρᾶγμα καὶ τεράστιον Plut.);
4 ниспосылающий знамения (Ζεύς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
τεράστιος: -ον, τερατώδης, ὑπερβολικός, ὑπερμεγέθης, ὡς τ. τι πεποιηκὼς (Bernard. ὥσπερ ἀστεῖόν τι) Θεοφρ. Χαρ. 19· τ. τι πάσχεις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 17. 1· τ. τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 16, κλπ.· ― Ζεὺς τ., ὡς θεὸς τῶν τεράτων ἢ σημείων, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 41· δαίμονες τ. Ἡλιόδ. 2. 5· ― τὸ τ. = τέρας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 2, 1.
Greek Monolingual
-α, -ο / τεράστιος, -ον, ΝΜΑ
πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν.
δ. «τεράστιον ἔργον», Φίλ.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεράστιον
α) θεϊκό σημάδι
β) θαυμαστό επίτευγμα, απόδειξη της παντοδυναμίας του θεού
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τεράστιοι
(για πρόσ.) αυτοί που κάνουν πράξεις οι οποίες προκαλούν έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο
2. φρ. «Ζεὺς τεράστιος» — προσωνυμία του Διός ως θεού τών τεράτων, τών προφητικών σημείων (Λουκιαν.).
επίρρ...
τεραστίως ΝΜΑ
σε τεράστιο βαθμό, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, πιθ. μέσω αμάρτυρου τεραστός (πρβλ. σεβαστός: Σεβάστιος)].
Greek Monotonic
τεράστιος: -ον (τέρας), τερατώδης, υπερβολικός, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
τεράστιος, ον, τέρας
monstrous, Theophr., Luc.
Mantoulidis Etymological
(=πάρα πολύ μεγάλος). Ἀπό τό τέρας, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.