τερμιτόφιλος

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. βιολ. αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο της τερμιτοφιλίας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τερμιτόφιλοι
βιολ. έντομα που δεν μπορούν να ζήσουν αυτοδύναμα και συμβιώνουν μόνιμα με τους τερμίτες στις φωλιές τών τελευταίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. termitophile (< λατ. termes, -itis «τερηδών» + φίλος)].