τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
-η, -ο, Νπολύ πλατύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τετρ(α)- + πλατύς.