τετράριθμος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τετραγωνικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀριθμός (πρβλ. ἑξάριθμος)].