τετράριθμος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τετραγωνικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀριθμός (πρβλ. ἑξάριθμος)].