τετρακαιδεκέτις
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
German (Pape)
[Seite 1097] ιδος, ἡ, fem. zum Vor., Isocr. 19, 22.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. τετρακαιδεκαέτης.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰκαιδεκέτις: ιδος adj. f четырнадцатилетняя (κόρη Isocr.).