τεφροδόχη

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τεφροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη].