ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
η, Ντεφροδοχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη].