τεχνηέντως
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
adv.
avec art.
Étymologie: τεχνήεις.
ΝΑ
επίρρ. βλ. τεχνήεις.
τεχνηέντως: искусно, умело, опытно (πηδαλίῳ ἰθύνεσθαι Hom.).
(τεχνήεις) kunstmäßig, Od. 5.270; sp.D., wie Qu.Sm. 5.97