τεχνολογικός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν τεχνολογία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεχνολογία (α. «τεχνολογική εξέλιξη» β. «τεχνολογικός εξοπλισμός»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τεχνολογικό
το μέρος της γραμματικής στο οποίο εκτίθενται οι κανόνες σχηματισμού τών λέξεων.
επίρρ...
τεχνολογικώς / τεχνολογικῶς ΝΜΑ, και τεχνολογικά Ν
σύμφωνα με τους κανόνες της τεχνολογίας.