τιθήνα

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

English (Slater)

τιθήνα nurse met. Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα (P. 1.20)

Russian (Dvoretsky)

τῐθήνα: ἡ дор. = τιθήνη.