τιλία

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

και τίλια και τιλιά, η, Ν
βοτ. η φλαμουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tilia < νεολατ. tilia < λατ. tilia «φιλύρα»].