τληκαρδίως

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek (Liddell-Scott)

τληκαρδίως: Ἐπίρρ., = τλησικαρδίως, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 148, ἴδε τλησικάρδιος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. με ισχυρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + καρδία, πιθ. μέσω αμάρτυρου τληκάρδιος].