το

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ
(αρθρ.) βλ. ο.
(II)
το, Ν
μετρολ. ιαπωνική μονάδα χωρητικότητας, ισοδύναμη με 18,0391 λίτρα.

Russian (Dvoretsky)

το: (το)τοῖ interj. возглас скорби, ах!, ой!, увы! Trag.