τολμηρότητα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
η, Ν
το να είναι κανείς τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τολμηρός. Η λ., στον λόγιο τ. τολμηρότης, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].