τοξικομανής

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που πάσχει από τοξικομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + -μονής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκομανής].