τοπώνω
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Greek Monolingual
Ν τόπος
(στον Ερωτόκρ.) εξετάζω και προσδιορίζω τη θέση ενός πράγματος.
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Ν τόπος
(στον Ερωτόκρ.) εξετάζω και προσδιορίζω τη θέση ενός πράγματος.