τοπώνω

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

Ν τόπος
(στον Ερωτόκρ.) εξετάζω και προσδιορίζω τη θέση ενός πράγματος.