τορναδόρος

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνίτης ειδικός στον χειρισμό του τόρνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. tornidor < τόρνος.