τουλούμι

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. δερμάτινο ασκί
2. μτφ. πολύ παχύς άνθρωπος
3. φρ. α) «ρίχνει με το τουλούμι» — βρέχει πολύ
β) «κάνω τουλούμι στο ξύλο» — δέρνω πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulum].