τουλούμι
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
το, Ν
1. δερμάτινο ασκί
2. μτφ. πολύ παχύς άνθρωπος
3. φρ. α) «ρίχνει με το τουλούμι» — βρέχει πολύ
β) «κάνω τουλούμι στο ξύλο» — δέρνω πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulum].