τουρλού

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

το, Ν
1. φαγητό του φούρνου με πολλά λαχανικά, κυρίως καλοκαιρινά
2. φρ. «τουρλού-τουρλού» — ανάκατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. turlu].