τούν
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
v. σύ.
Greek Monolingual
Α
(γεν. πληθ. τ. αρσ. άρθρου) τῶν.
German (Pape)
böot. statt σύ, Apoll.Dysc.