τρίχροος
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
τρίχροον, contr. τρίχρους, τρίχρουν, of three colours, Plin.HN37.183 (trichrus).
Greek (Liddell-Scott)
τρίχροος: -ον, συνῃρ. -ους, ουν, ὁ ἔχων τρία χρώματα, Plin. N. H. 37. 10.