τρακ
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. ψυχική σύγχυση που συνοδεύεται από τρομώδεις κινήσεις και από την οποία καταλαμβάνεται κανείς όταν πρόκειται να παρουσιαστεί μπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο ή όταν πρόκειται να περάσει μια ψυχική ή σωματική δοκιμασία ή, τέλος, όταν πρόκειται να έλθει σε επαφή με κάτι το πρωτόγνωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trac «φόβος», άγνωστης ετυμολ.].