τρακάρω
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Greek Monolingual
και τρακέρνω και μέσ. τρακαρίζομαι Ν
1. προκαλώ τη σύγκρουση δύο ή περισσότερων αντικειμένων
2. (για οχήματα) συγκρούομαι
3. μτφ. (για πρόσ.) συναντώ ξαφνικά και αναπάντεχα
4. μέσ. τρακαρίζομαι
τσακώνομαι καβγαδίζω, μαλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. attaccare «πέφτω πάνω σε κάτι, επιτίθεμαι» μέσω ενός τ. τακάρω με ανάπτυξη -ρ-. Ο τ. τρακέρνω από τον αόρ. τράκαρα, κατά τα παίρνω, σέρνω, φέρνω].