μαλώνω

Greek Monolingual

μαλώνω και μαλλώνω)
1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην το μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο»)
2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζωκάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει»)
3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι
4. πολεμώ
5. επιτίθεμαι
νεοελλ.
έρχομαι σε διάσταση, διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιον («είμαστε μαλωμένοι και δεν τον βλέπω»)
μσν.
1. κατηγορώ κάποιον
2. θυμώνω, εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλ-ώνω (< ὁμαλός), με αποβολή του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ομιλώ > μιλώ, ομολογώ > μολογώ). Η αρχική σημ. της λ. «κάνω κάτι ομαλό, διορθώνω» εξελίχθηκε σε «επιπλήττω, επιτιμώ» εξαιτίας της παιδευτικής αξίας της επίπληξης (ως προς την εξέλιξη της σημ., πρβλ. ευθεία - ευθειάζω - φτειάχνω)].