τραπεζομάντιλο

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

και τραπεζομάνδηλο, το, Ν
ύφασμα με το οποίο καλύπτεται το τραπέζι την ώρα του φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + μαντίλι].