τραπεζομάντιλο

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

και τραπεζομάνδηλο, το, Ν
ύφασμα με το οποίο καλύπτεται το τραπέζι την ώρα του φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + μαντίλι].