τραπεζότης
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
-ητος, ἡ, table-nature, tableness, Pl. ap. D.L.6.53.
German (Pape)
[Seite 1134] ἡ, das Abstractum von τράπεζα, gleichsam die Tischheit, D. L. 6, 53.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζότης: -ητος, ὁ, ἡ ἀφῃρημένη ἔννοια τῆς τραπέζης, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 6. 53.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰπεζότης: ητος ἡ филос. «столовость», т. е. сущность стола вообще Diog. L.