τραχεία
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
η, Ν 1. (ανατ.-ζωολ.-φυσιολ.) ινοχόνδρινος αγωγός που συνδέει τον λάρυγγα με τους βρόγχους επιτρέποντας τη δίοδο του αέρα κατά την εισπνοή και την εκπνοή
2. ζωολ. ο αναπνευστικός σωλήνας τών εντόμων
3. βοτ. τα αγγεία, το κύριο ιστολογικό στοιχείο του ξυλώματος του αγωγού ιστού τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. τραχεία (αρτηρία) του επιθ. τραχύς.