εισπνοή

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

η (AM εἰσπνοή)
εισαγωγή αέρα ή άλλων ουσιών στους πνεύμονες με την αναπνοήεισπνοή οξυγόνου»)
νεοελλ.
η διεύρυνση τών πνευμόνων και του θώρακα κατά την αναπνοή.