τριπόδι

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο τριποδισμός του αλόγου, καλπασμός, αλλ. αντριπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πόδι].