τριπόδι

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο τριποδισμός του αλόγου, καλπασμός, αλλ. αντριπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πόδι].